Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τηρώ την τάξη

  • 1 соблюдать

    ρ.δ.μ.
    1. τηρώ•

    соблюдать порядок τηρώ την τάξη•

    соблюдать диету τηρώ τη δίαιτα•

    соблюдать законы τηρώ τους νόμους•

    соблюдать приличия τηρώ τους κανόνες καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).

    2. φυλάγω• προστατεύω•

    соблюдать достоинство κρατώ την αξιοπρέπεια•

    соблюдать интересы государства προστατεύω τα συμφέροντα του κράτους.

    3. παλ. επιβλέπω, επιτηρώ• προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ.
    1. τηρούμαι.
    2. φυλάγομαι.
    3. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > соблюдать

  • 2 блюсти

    блюду, -дешь; παρλθ. χρ. блюл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. τηρώ•

    блюсти дисциплину труда τηρώ την εργατική πειθαρχία•

    блюсти порядок τηρώ την τάξη•

    блюсти законы τηρώ τους νόμους.

    2. επιβλέπω, επιτηρώ.
    1. τηρούμαι.
    2. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > блюсти

  • 3 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 4 соблюдать

    соблю||да́ть
    несов τηρώ:
    \соблюдать закон τηρώ τό νόμο· \соблюдать порядок (дисциплину) τηρώ τήν τάξη (τήν πειθαρχία)· \соблюдать диету κάνω δίαιτα.

    Русско-новогреческий словарь > соблюдать

  • 5 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 6 предложение

    I предложение υποστηρίζω την πρόταση· \предложение порядок τηρώ την τάξη 2) (помочь) βοηθώ II предложение с 1) η πρόταση (тж. грам.)· вносить \предложение κάνω πρόταση· принимать \предложение δέχομαι την πρόταση 2) эк. η προσφορά* спрос и \предложение η ζήτηση και η προσφορά ◇ сделать \предложение κάνω πρόταση γάμου
    * * *
    с
    1) η πρόταση (тж. грам.)

    вноси́ть предложе́ние — κάνω πρόταση

    принима́ть предложе́ние — δέχομαι την πρόταση

    2) эк. η προσφορά

    спрос ипредложе́ние — η ζήτηση και η προσφορά

    ••

    сде́лать предложе́ние — κάνω πρόταση γάμου

    Русско-греческий словарь > предложение

  • 7 поддержать

    поддержать, поддерживать 1) βαστώ, υποστηρίζω* \поддержать
    * * *
    = поддерживать
    1) βαστώ, υποστηρίζω

    поддержа́ть предложе́ние — υποστηρίζω την πρόταση

    поддержа́ть поря́док — τηρώ την τάξη

    2) ( помочь) βοηθώ

    Русско-греческий словарь > поддержать

  • 8 наблюдать

    ρ.δ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•

    наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•

    наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•

    наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•

    наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•

    врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.

    2. ερευνώ, σπουδάζω•

    -жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.

    || πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.
    3. επιβλέπω, παρατηρώ•

    наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•

    наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.

    4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.
    παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдать

  • 9 господин

    -а, πλθ. -да, -од, -ам α.
    1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.
    2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).
    εκφρ.
    быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•
    служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος.

    Большой русско-греческий словарь > господин

  • 10 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

  • 11 очередь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•

    соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•

    в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•

    установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•

    занимать очередь πιάνω σειρά•

    каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.

    2. σειρά αναμενόιντων•

    большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.

    3. (στρατ.) ριπή•

    пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•

    автоматная очередь ριπή αυτόματου.

    εκφρ.
    в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•
    в свою очередь – με τη σειρά του•
    быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•
    поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•
    стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > очередь

См. также в других словарях:

  • ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ευτακτώ — (ΑΜ εὐτακτῶ, έω) [εύτακτος] είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία μσν. αρχ. τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής αρχ. (για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω 2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου 3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη 4 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»